Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Περί πρέζας ο λόγος

Στην πόλη ζούσε ένα παιδί, τον νευρίαζαν οι ανθρώποι
Μόνιμη τσαντίλα στο γαμημένο κεφάλι του.
Δεν τον έριχναν τα χαμόγελα και οι δουλοπρεπείς τρόποι
Μοναδική του έγνοια η γαμημένη ζάλη του.

Στην πόλη είχε φίλους, κολόνες στο faux παλάτι του
Πόσο πιστοί ήταν όλοι τους, δεν μπορώ να πω.
Μέσα απ'τα βιβλία είχε καβαλήσει το καλάμι του
Δεν ήταν ούτε γιάπης ούτε χρυσαυγίτης yo.


Σ'αυτή τη πόλη μια κολώνα, που δεν ήτανε ολόισια σαν τις άλλες
Του 'κανε μεγάλη πλάκα πως σε λίγο θα γκρεμιστεί.
Ξέρω πως το παιδί είχε χιούμορ, μα δεν του άρεσαν οι πλάκες οι μεγάλες
Και δεν ξέρω αν στην κολώνα θα μπορεί ξανά να στηριχθεί.


 

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Μία μικρή θεώρηση της χαράς

Σαφώς και δεν υπάρχει ατόφια αληθινή αγάπη στο δικό μας κόσμο, γιατί αν υπήρχε, σίγουρα το έτερον ήμισυ τινός θα πυροβολούσε αυτόν τον κάποιο βλέποντας τη παρακμή ως παράσταση να διαδραματίζεται μέσα στα μάτια του, και σίγουρα έπειτα και ο ίδιος θα αυτοκτονούσε.
Ο λόγος των αισχρών λόγων πηγάζει απ'την έννοια της χαράς (και όχι ευτυχίας) στην εποχή μας
, η οποία δείχνει σημάδια εξαφάνισης.
Η μόνη ελπίδα βρίσκεται στην περιορισμένη θλίψη, την εύρεση δηλαδή κάποιων ασχολιών ή σκέψεων ευχάριστων, για να ξεφύγει κάποιος από το μοντέρνο βιασμό της ανθρώπινης φύσης, τη ρουτίνα.
Χαρά επομένως για τον μοντέρνο άνθρωπο είναι η μείωση της θλίψης, καθώς η πρώτη δεν μπορεί να επέλθει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζει ως επί το πλείστον τη πορεία της ζωής του, όσο και αν οι προσωρινές χαρές (εύρεση εργασίας,εισόδημα, υλικά αγαθά) φαίνονται να τον ικανοποιούν.
Μάλιστα, όσο περισσότερο μορφωθεί κανείς, και γεννήσει ιδέες και νέες σκέψεις στο νου του τις οποίες δε γνώριζε πρωτύτερα, τόσο αυτές θα τον σαστίζουν, καθώς ο ίδιος θα ανακαλύπτει τη διφυΐα του κόσμου: 
  1. το "είναι" και
  2. το "δύναται είναι"

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Η Βίβλος της Αθεϊας μου


Δε θα σου πω ν'αφήσεις όλα σου τα υπάρχοντα, να ζήσεις ταπεινή ιστορική φιγούρα φαντασίας πριν από δυο χιλιάδες χρόνια…
Δε θα σου πω να ζήσουμε με τα λιγότερα δυνατά μέσα, στη ζούγκλα της επιβίωσης, δύσκολα βρίσκεις φάρμακο στη φτώχεια, και δεν έχω εμπειρία.
Ζήσε καλά, όσο μπορείς καλύτερα. Αν όμως θέσουμε τα όρια μές στα οποία κάποιος έζησε μια καλή ζωή, σίγουρα μέσα θα παγιδεύσουμε κάποια κοινά συστατικά. 
Μη ξεχνάς την πανανθρώπινη καθολική σου ιδιότητα, ταυτότητα και καθήκον. Στο χώμα τα σκουλήκια δε θα σεβαστούν το σάπιο πλέον σώμα σου, και αυτός που κάποτε ήσουνα θα ξεχαστεί, και σα θεός θα ζεις στις αναμνήσεις των ανθρώπων, άυλος και δίχως περίβλημα. Μονάχα η ιστορία, αν υπάρξει, θα σου δώσει τη συγχώρεση. Μόνο αυτοί που ωφέλησες, θα είναι οι πιστοί σου, ναός δε θα'ναι ούτε ο τάφος σου. 
Πράξε πρακτικά. Βοήθησε μέχρι την έσχατη στιγμή. Τα κάλη σου, τα όμορφά σου μάτια, δεν θ'αντέξουνε στο χρόνο. Μόνο οι πράξεις θα σου δείξουν τον δρόμο της ειρήνης. 
Μη πιστέψεις ποτέ στον θεό των άλλων, οποιονδήποτε, μαύρη , άσπρη φορεσιά ποτέ σου μη φορέσεις, σε σπίτι που μόνο τους γνωστούς του βοηθάει ποτέ μη προσκηνύσεις.
Λάτρεψε τα μέσα σου και ότι γύρω σου πιστέψεις ότι αξίζει. Μέχρι το τέλος μη φοβηθείς, αναγνώρισε την αφέλεια των πιστών, και αγγάλιασέ τους όσο μπορείς, γιατί τούτοι είναι που χρειάζονται τη προστασία, μπροστά στις πύλες του σύμπαντος.
Κοίταξε κατάματα τη γυάλα και το δάπεδο, τη φύση που σου'δωσε τις τόσες ευκαιρίες και νοιώσε την αιώνια σοφία να διαπερνά το σώμα σου, και ανάλογο σεβασμό επίστρεψέ της.
Μην αδράξεις κάθε μέρα, μη ζήσεις στη στιγμή, σαν κάποιο αδαές παιδάκι.
Χάρισε στο παρελθόν και στο μέλλον σου τη σκέψη και τη διάνοια, μη μετανοιώσεις στιγμή απ'τη τόσο σύντομη ζωή σου, και λάθη να κάνεις κάθε μέρα. 
Χήμιξε με μίσος σαν αιμοβόρο κτήνος στη ζωή, κοιμήσου κάθε βράδυ περήφανος και με ήσυχη συνείδηση, πάλεψέ την , δάγκωσέ την, βάλε τη δικιά σου υπογραφή στο τεράστιο βιβλίο, με μεγάλα γενναία γράμματα.
Στό τέλος κοίτα τον θεό κατάματα και αρνήσου τον, αρνήσου τη παραίσθηση και  πέθανε νεκρός, τόσο όσο έζησες ζωντανός. Χωρίς φόβο, χωρίς θεό, με ανοιχτά τα μάτια σου στο σκότος.
Ουδείς θα σε σώσει, ουδείς θα σε λυτρώσει, πάντες θα προσπαθήσουν να σ'ελέγξουν.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Περί Βίας Ο Λόγος


 Ο Μαρξ είχε άδικο. Δεν είναι η θρησκεία το όπιο των λαών. Η βία είναι. Είναι το μητρικό μας γάλα, η μοναδική σταθερή αξία, το μοναδικό σταθερό εργαλείο που μας δίδαξαν ποτέ, σε έναν κόσμο όπου το «εργαλείο» και το «όπλο» είναι συνώνυμα.  Το αίμα του εχθρού μας στο πάτωμα μας κάνει να αισθανόμαστε το ίδιο καλά με το σπέρμα μας στα μπούτια της κοπέλας μας.

 Η πρώτη γροθιά κουμπώθηκε όμορφα. Κάπου μεταξύ κροτάφου και σαγονιού.  Ένιωσα το σώμα του να λυγίζει, να υποχωρεί, σχεδόν να αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας «ανώτερης» δύναμης. Ήταν τόσο απλό. Σχεδόν όσο τα μοναδικά λόγια που του είπα πριν ξεκινήσουμε:


«Έλα ‘δω ρε boy

 Κι εκείνος ήρθε. Φανερά αγχωμένος, παρ’όλα αυτά αποφασισμένος καθώς έβλεπε έξι κάγκουρες να τον πλησιάζουν απειλητικά. Δεν έφταιγα εγώ. Δεν ήθελα να παίξω πουστιά. Σε μία απελπισμένη του προσπάθεια να με τρομάξει, ενώ κανονίζαμε τόπο και χρόνο για το σκηνικό, είχε πει πως θα φέρει δέκα άτομα. Πήγαμε εκεί με την σκέψη πως θα ήμασταν λιγότεροι. Αλλά θα παίζαμε δυνατά. Νευριασμένοι. Καυλωμένοι.

 Στην πραγματικότητα, είχε άλλα δύο άτομα μαζί τους, σφιχταγκαλιασμένα με δύο γκόμενες. Μόλις μας είδαν, έτρεξαν όλοι. Εκτός από αυτόν. Στην τελική, του είχα πει πως θα τις παίζαμε μόνο ένας εναντίον ενός.

 Και τι έκανε για να τα αξίζει όλα αυτά; Ανέβασε status στο facebook:

 «ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ».

Φυσικά, ήταν μόνο η αφορμή για να τσακωθούμε. Δεν ήμουν φασίστας. Δεν θα τον χτυπούσα για τα πιστεύω του. Είχαμε προηγούμενα, για μία γκόμενα ως συνήθως. Δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ πάντως. Σαφώς και ήταν αρχίδι, αλλά κυρίως έψαχνα έναν τρόπο να εκτονωθώ.

 Η δεύτερη γροθιά τον βρήκε στο σαγόνι, όμως δεν ήταν ούτε τόσο δυνατή ούτε τόσο ακριβής όσο η πρώτη. Εκείνος προσπαθούσε όσο καλύτερα μπορούσε να με χτυπήσει, όμως δεν είχε ούτε τεχνική, ούτε δύναμη –κι ας μου έριχνε δεκαπέντε κιλά-, ούτε καρδιά. Μερικές άτσαλες μπουνιές με βρήκαν πίσω από τα αυτιά, χωρίς να νιώσω πόνο, λόγω της αδρεναλίνης. Κυρίως χτυπούσε αέρα. Συνέχιζα να αποφεύγω τα χτυπήματα του και να τον βαράω στο πρόσωπο.

 Εφόσον κατάλαβε πως δεν μπορούσε να νικήσει έτσι, με τράβηξε από την μπλούζα και προσπάθησε να με ρίξει κάτω. Δεν τα κατάφερε. Ως απάντηση του έσκισα εντελώς την φανέλα.

 Συνεχώς πήγαινε προς τα πίσω. Σε μία τραγελαφική στιγμή, του φώναξα θυμωμένος:
«ΕΛΑ ΕΔΩ ΡΕ ΜΟΥΝΙΙΙΙΙΙΙ!»

Έτρεξε προς το μέρος μου, και με όλο του το βάρος κατάφερε να με ρίξει κάτω.

 Η πλάτη μου έκανε ένα τρομακτικό κρότο όπως έσκασε στο χώμα, όμως και πάλι δεν ένιωσα πόνο.

 Όπως σηκώσαμε κι οι δύο τους κορμούς μας, με τα πόδια μας μπλεγμένα, ένα αναμμένο τσιγάρο προσγειώθηκε στην μάπα του. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα περίπου τι θα ακολουθούσε.

 Δύο από τους φίλους μου άρχισαν να τον κλωτσάνε μανιωδώς στην σπονδυλική στήλη.

 Τότε συνειδητοποίησα τι παιζόταν. Ξαφνικά οποιοδήποτε αίσθημα δικαιοσύνης προς υπεράσπισης της τιμής μου εξαφανίστηκε. Δεν ήμουν ένας τύπος ο οποίος δρούσε σε αυτοάμυνα, ούτε καν με είχε προκαλέσει πρώτος. Ήμουν άλλος ένας τραμπούκος κάγκουρας, από αυτούς που είχα σπαταλήσει χρόνια κοροϊδεύοντας. Κατάλαβα πόσο άνανδρο ήταν αυτό που συνέβαινε και φώναξα με τον κλασικό οργισμένο τόνο – ο οποίος τώρα μου προκαλεί γέλιο- προς τους φίλους μου:

«ΦΥΓΕΤΕ ΟΛΟΙ ΡΕ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΜΟΝΟΥΣ!»

 Τις φωνές μου διέκοψε ένα υστερικό θηλυκό ουρλιαχτό:

«ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ! ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ;! ΤΟΝ ΛΗΣΤΕΥΤΕΤΕ! ΕΧΕΤΕ ΜΑΧΑΙΡΙ! ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ ΡΕ!»

Μία παρέα με δύο γκόμενες και πέντε έτερους κάγκουρες παρεξήγησε τον αγνό ξυλοδαρμό για ληστεία. Λογικό τώρα που το σκέφτομαι, ο τυπάς κυλιόταν χωρίς μπλούζα στα χώματα με άλλον έναν, ενώ δύο άτομα τον κλωτσούσαν στην πλάτη.

Η γκόμενα τράβηξε τον έναν φίλο μου και άρχισε να του φωνάζει μες στα μούτρα:


«ΤΙ ΑΝΤΡΑΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΡΕ; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΣΟΥ; Κάθεσαι και τον χτυπάς πισώπλατα! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΣΟΥ;»

Είδα τον φίλο μου να τρελαίνεται και να της απαντάει:

«Θες να σου δείξω τα αρχίδια μου μωρή;!»

Εκείνη την στιγμή, ο περισσότερο κάγκουρας γκόμενος της κοπέλας τον έσπρωξε με τους ώμους του και άρχισε να τον βρίζει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του είπε. Θυμάμαι όμως ξεκάθαρα την λάμψη του μαχαιριού του, καθώς το έβγαλε από την τσέπη του και το έκρυψε αρκετά χουίτικα πίσω από την πλάτη του, κρατώντας το με τα δύο χέρια.

 Ήταν ώρα για σκέψη. Ο φίλος μου που βρισκόταν υπό την απειλή μαχαιριού ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών.

 «Διέταξα» τακτική υποχώρηση. Μία από τις πιο σωστές αποφάσεις που πήρα ποτέ μου. Όπως φεύγαμε, είδα τον τύπο που έδερνα να στέκεται θριαμβευτικά πίσω από τους καινούριους του φίλους, που από σπόντα τον ξελασπώσανε.

 Φύγαμε από τον λόφο του Θησείου και φτάσαμε στο Μοναστηράκι.

Κάπου εκεί, τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα συγγνώμη που χώθηκαν οι φίλοι μου. Δεν ήταν σωστό. Παρ’όλα αυτά, του εξήγησα πως και οι δύο ξέραμε πιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν όλα είχαν κυλήσει ομαλά. Το δέχτηκε. Πρέπει να παραδεχτώ πως είχε αρχίδια.

 Ο Μίλλερ είχε δίκιο. «Ό,τι χρειάζεται βία για να διατηρηθεί, είναι καταδικασμένο». Είτε αυτό είναι η τιμή μας, είτε είναι η φήμη μας, είτε είναι το πολιτικό μας σύστημα. Η βία είναι κάποτε δικαιολογημένη, αρκετές φορές απαραίτητη, αλλά ποτέ όμορφη. Και είθε ποτέ να μην ωραιοποιηθεί.

Και αυτό είναι ό,τι κοντινότερο σε ηθικό δίδαγμα θα διαβάσετε ποτέ από μένα, καριόληδες.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Φταίχτες.


Φταίει η ζέστη.
 
Ο γαμημένος ήλιος που διεισδύει στις ζωές μας, ψήνοντας μας αργά.
 
Φταίει η διευθύντρια του φροντιστηρίου. Με κοιτάει με μισό μάτι όποτε αργώ.
 
Φταίει ο γαμημένος περιπτέρας. Δεν μου έδωσε τσιγάρα επειδή μου έλειπαν δέκα λεπτά.
 
Φταίει ο καθηγητής μου. Μου πρήζει τα αρχίδια όταν κοιμάμαι.
 
Φταίει η μάνα μου. Μου πρήζει τα αρχίδια γενικώς.                                                                                                                                                                    
 
Φταίει ο πατέρας μου, που ποτέ δεν είχαμε στενή σχέση.                                                       
 
Φταίει η γαμημένη πρώην μου, που πηδάει ό,τι είναι μελαχρινό κι έχει πούτσο.                       
 
Φταίει η άλλη πρώην μου, αλλά ποιος την γαμάει αυτήν;                                                                  
 
Φταίνε οι ωραίες γκόμενες, γιατί δεν μας κάθονται.                                                                 
 
Φταίνε οι χοντρές γκόμενες, γιατί προσβάλλουν την αισθητική μας.                                         
 
Φταίνε οι ανορεξικές γκόμενες, διότι μας θυμίζουν πως ως κοινωνία, είμαστε τέρατα.
 
Φταίνε και τα τέρατα, γιατί στις ταινίες πλέον είναι πιο συμπαθή από τους ανθρώπους.
 
Φταίνε οι άνθρωποι, που σου αποκαλύπτουν τα πάντα με τα βλέμματά τους.
 
Φταίνε τα βλέμματα, επειδή λειτουργούν σαν παράθυρα για τις ψυχές.  
 
Φταίνε οι ψυχές και όποιος μου ανοίγει την δική του, χωρίς να γνωρίζει αν με ενδιαφέρει.
 
Φταίει το ενδιαφέρον, και οι χιλιάδες τρόποι με τους οποίους αυτό προδίδεται.
 
Φταίει κι η πρώην μου, αλλά αυτό το έγραψα ήδη.
 
 
Πάντως, δεν φταίω εγώ.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Περί της σεξουαλικής επαφής με το θείο


Άθεοι, όμοιοι κι'οι άγνωστοι
χαζές εικασίες 
για φως μες στο σκοτάδι
ψευδείς ιστορίες
γι' αγγέλους σε λιβάδι
στη λάσπη βουτιγμένη λογική
τη λάμπα ακολουθάνε οι πιστοί
και του δαίμονος νοιώθουν το χάδι.
Με μαρτυρίες μορών, βιβλία αρχαίων ναρκομανών
με τη παρεμβολή μεσολαβόντων χοντρών,
και το πιθανό κάρφωμα ανθρώπων τρελών.
Βλασφημούν σα βλασφημήσω,
μα αν τη πλάτη μου γυρίσω, 
με τα σκουλήκια εύκολο να τους φοβίσω.
Εγώ βρίζω μία απ'τες πτυχές τους,
Τα κάγκελα στις αιώνιες φυλακές τους,
κι'αυτοί προσβάλονται. χεσ'τους.
αλλ'αν κοιτάξουν το κόσμο αυτό, 
θα καταλάβουν για τον ιδιο τους τον εαυτό,
πως δεν αποτελούν κάποια σκέψη από θεό
παρά μόνο ένα ενιαίο εύθραυστο οστό
και μια ψυχή, που μόνο αυτή, 
έχουν δικαίωμα , να κοιτάξουν μη προσβληθεί.
Ούτε θρησκεία, ούτε φυλή, μόνο η ψυχή σου είσαι συ.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Κελί


Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα στον ορθάνοιχτο ουρανό
Αλλά προσεχέ μη σε ρίξουν
τα μεγάλα τους πανώ
Ποιος είπε ότι η πολιτική 
δε σημαίνει και εξουσία
Μόνο αν σε βάλουν σε κλουβί
θα στραφείς στην αναρχία
Το κλουβί είναι αόρατο 
και σύ μια μονάδα
κρυφοκοιτάς το άφατο
μέσα απ'τη χαραμάδα
θαρρείς πως βλέπεις το κόσμο ολόκληρο
αλλά βλέπεις μία πόλη
κι'η πόλη είναι βρώμικη γεμάτη με σκουπίδια
και γύρω σου οι άνθρωποι σε πνίγουνε σα φίδια

Ψευδαισθήσεις Διαστροφής


μία σκέψη γεμάτη ψευδαισθήσεις
καθώς ζεις αυτό το θάνατο
δε βλέπεις μπροστά σου χιλιάδες τις λύσεις
κι'ο καθρέφτης σου δείχνει το άφατο.
και τότε πέφτει στο δάπεδο
σπάει σε πολλά κομμάτια,
και γεμίζει με αίμα τα ανοιχτά σου μάτια
αφήνοντάς σε ακόμη πιο αμετόχο.
βγάλε τα γυαλιά απ'τα μάτια,
και δες, υπάρχουν χιλιάδες μονοπάτια
και το ένα το πιο γρήγορο,
αυτό της απαισιοδοξίας,
που λίγες λύπες σε κερνά, 
που τις περνάς με τα κρασιά,
και σ'οδηγεί σ'ένα μονόδρομο ευτυχίας.
από ανθρώπους εμπιστεύσου τους λιγότερους
και μακρυά απ'τους ηλίθιους αγνότερους,
που ρουτινιάρικη χαρά σου πασάρουν,
σα τη χρειαστούν
γρήγορα πίσω θα τη πάρουν.
μία σκέψη γεμάτη ψευδαισθήσεις
καθώς ζεις αυτό το άφατο
δε βλέπεις μπροστά σου χιλιάδες τις λύσεις
κι'ο καθρέφτης σου δείχνει το θάνατο

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Η Αφροδίτη


 Τα βράδια που με βρίσκουν να πίνω ουίσκι στην σκοτεινιά του δωματίου μου, παρέα με τις γκρίζες τρίχες και τις τύψεις μου, είναι τα ίδια βράδια που βρίσκω τον εαυτό μου να αναπολεί. Ξεψαχνίζει τις αναμνήσεις, και κάπου εκεί, ξεθάβει την εικόνα της Αφροδίτης.

 Το αλκοόλ δεν κατάφερε να σβήσει την μνήμη της πρώτης γνωριμίας μας.  Θυμάμαι, πρέπει να ήμουν περίπου δεκατεσσάρων χρονών, μέσα στην ορμή της εφηβείας, όταν την γνώρισα. Θυμάμαι. Ήμασταν συνομήλικοι. Η εμφάνισή της ήταν κάτι παραπάνω από όμορφη, όμως αυτό δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία μας. Καθόμασταν σε μία καφετέρια. Τριγύρω μας κοινοί γνωστοί, μιλούσαν για διάφορα θέματα, κάπου-κάπου συμμετείχαμε, όμως μεταξύ μας κυριαρχούσε σιωπή.  Είχα αγοράσει καινούργια παπούτσια, την θυμάμαι να ψάχνει  αδιάκριτα την σακούλα που μου είχαν δώσει από το μαγαζί, γεμάτη ενέργεια και αυθάδεια. Γεμάτη πάθος. Γεμάτη ζωή.

 Είχαμε ανταλλάξει ονόματα και αριθμούς, όμως παραμέναμε ξένοι. Τότε είχε ακόμα διαφορετικό στυλ, πιο κυριλέ, φαινόταν πως προσπαθούσε. Όμως κάτι μου είχε κάνει εντύπωση. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν, ούτε τώρα μπορώ, και φαντάζομαι πως δεν είναι ένα απλό κενό μνήμης. Η Αφροδίτη είχε μία θολή γοητεία.

 Πολλές φορές είχαμε κάτσει μαζί, είχαμε μιλήσει, είχαμε γελάσει. Θυμάμαι το χαμόγελο της. Πάντα τόσο προσγειωμένο, τόσο ανθρώπινο. Μα πάντα φαινόταν σαν να προσπαθούσε κάτι να κρύψει.

 Με το πέρασμα του χρόνου, μιλούσαμε όλο και περισσότερο και η παρέα μας είχε δέσει. Τα καλοκαίρια πίναμε τσιγάρα στις παραλίες, ενώ συζητούσαμε για τις σχέσεις, την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και την ζωή. Ήξερε να εκφράζεται, μπορούσε να μεταδώσει το μήνυμα που ήθελε χωρίς να σε κουράζει.

Λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα. Ακόμα και τώρα, με τις αλυσίδες του χρόνου να με βαραίνουν και να παριστάνουν τις «εμπειρίες», δεν μπορώ να πω πως έχω γνωρίσει άτομα με παρόμοια μεταδοτικότητα.  Φυσικά, τα τελευταία χρόνια οι καινούριες μου γνωριμίες έχουν ελαχιστοποιηθεί, γεγονός χαροποιητικό. Τέλος πάντων, πίσω στην Αφροδίτη.

 Λοιπόν, αυτή η κοπέλα είχε μία διαφορετική «αύρα», αν θέλετε. Δεν σκεφτόμουν να την πηδήξω. Δεν προσπαθούσα να την εντυπωσιάσω. Ήμουν συνεχώς ο εαυτός μου, κι εκείνη το ίδιο. Απλώς παρακολουθούσα την μοίρα να υφαίνει τον ιστό της και την Αφροδίτη να περιστρέφεται γύρω από αλκοολικούς γκόμενους, καθησυχαστικά ναρκωτικά και κακές επιλογές. Διαρκώς αναρωτιόμουν πότε θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε. Διότι μέσα στα ξενύχτια, στα γλέντια, στους χορούς, στα τσιγάρα, στα ξύδια, στις σκόνες και στα βιβλία, η Αφροδίτη έψαχνε ένα πράγμα. Την εσωτερική ειρήνη.

  Ώρες-ώρες ένιωθα πως ήμουν ο μοναδικός που μπορούσε να την κατανοήσει, και τότε με πλημμύριζαν ενοχές για την παθητική μου στάση. Όμως, ήξερα πως η Αφροδίτη δεν θα δεχόταν ποτέ βοήθεια, ποτέ ελεημοσύνη. Πάντα στεκόταν στα πόδια της και δεν χρειαζόταν κανένα. Ανεξάρτητη, δυνατή, αδιάφορη προς όλες τις πουστιές που της έπαιζε το σύμπαν.

 Ήμασταν καλοί φίλοι μέχρι τα είκοσι μας χρόνια. Δυστυχώς, λίγο οι σχολές μας, λίγο ο ζηλιάρης γκόμενος της, λίγο και η μαλακία που με έδερνε εκείνη την περίοδο, καταλήξαμε να κόψουμε επαφή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, αυθόρμητα, όπως αποφασίζει κάποιος να ανάψει τσιγάρο ή να παραγγείλει άλλο ένα ποτό. Που και που, κάποιο μήνυμα μου θύμιζε την ύπαρξή της, όμως ποτέ δεν κανονίσαμε να «αράξουμε» ξανά, όπως παλιά. Το ρήγμα φάνταζε μοιραίο.

 Τελικά όμως, την είδα για μία ακόμη φορά.

 Υποθέτω πως την πήρε τηλέφωνο κάποιος συγγενής ή φίλος. Ίσως κάποιος που να ήξερε πόσο πολύ θα είχα ανάγκη να την δω εκείνη την στιγμή. Δεν είμαι σίγουρος… Οι λεπτομέρειες μου διαφεύγουν. Η μνήμη μου είναι θολή, όμως θυμάμαι τα αίματα, θυμάμαι το μούδιασμα της νάρκωσης, θυμάμαι τον πόνο. Η εικόνα του φορτηγού να έρχεται με ανεξέλεγκτη μανία καταπάνω στο αυτοκίνητό μου είχε αποτυπωθεί στα μάτια του νου μου, όση ώρα ήμουν αποβλακωμένος.

 Θυμάμαι την Αφροδίτη να κλαίει πλάι μου στο κρεβάτι. Την θυμάμαι να ξεσπάει σε λυγμούς όταν ο γιατρός με ενημέρωσε πως δεν θα μπορούσα να περπατήσω ξανά.  Δεν την είχα δει ξανά έτσι.

 Εγώ δεν μπορούσα να κλάψω. Ύστερα από εκείνη την μέρα, πότε μου δεν επέτρεψα σε κάποιο γαμημένο δάκρυ να κυλήσει άδικα.

 Τις μέρες που πέρασαν έπειτα από την παραμονή μου στο νοσοκομείο, ερχόταν συνέχεια να με επισκεφτεί. Όμως εγώ, μέσα στην μεθυσμένη πίκρα μου, την έδιωξα με τα σκληρά μου λόγια, κατά την διάρκεια της -τελευταίας- επίσκεψής της. Έλεγα πως δεν χρειαζόμουν την βοήθεια κανενός, ούτε τον οίκτο της. Χωρίς την θέληση μου, μεταμορφώθηκα σε μία ακραία, θλιβερή, σακάτικη εκδοχή της Αφροδίτης. Δεν ήθελα ανθρώπινη συντροφιά. Δεν ήθελα κάτι που μου θύμιζε τι είχα, και τι έχασα. Έτσι, δεν απαντούσα στα τηλέφωνά της, δεν της έστελνα μηνύματα και όταν τελικά κατέφυγε στην ύστατη λύση και χτύπαγε με απελπισία το κουδούνι μου, δεν της άνοιξα ποτέ.

 Τα χρόνια πέρασαν, η πίκρα και η μοναξιά έγιναν τρόπος ζωής. Τα τηλέφωνα σταμάτησαν, μαζί με οποιοδήποτε σημάδι ενδιαφέροντος.  Έτσι έλεγε άλλωστε και το τελευταίο μήνυμα στον τηλεφωνητή, με τρεμάμενη φωνή:

«Δεν αντέχω άλλο ρε Γιάννη. Δεν μπορώ άλλο αυτή την κατάσταση… Τρελαίνομαι, με καταλαβαίνεις; Άσε με να σε βοηθήσω! Δεν μπορώ, δεν μπορώ… Το ξέρεις πως σ’αγαπάω. Ό,τι κι αν θες να μου πεις, απλά πες το μου… Θα είμαι πάντα εδώ για σένα, αρκεί απλώς να μου το πεις, απλώς να πάρεις ένα γαμημένο τηλέφωνο! Δεν αντέχω…»

Δεν την πήρα ποτέ.

Κάθε μέρα που περνάει σκέφτομαι να επανορθώσω. Όμως γνωρίζω πως πλέον είναι αργά.

Τα βράδια που με βρίσκουν να πίνω ουίσκι παρέα με την ψευδό-περηφάνια μου και το άψυχο, ψυχρό καροτσάκι μου, είναι τα ίδια βράδια που βρίσκω τον εαυτό μου να μετανιώνει. Κλειδώνει τις αναμνήσεις και κάπως έτσι, με ένα πλάκωμα στο στήθος, αποχαιρετά την Αφροδίτη.

 

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Ο Εθισμός


Ήταν ο καιρός. Ναι, ο καιρός ήταν. Αυτός πρέπει να έφταιγε για την διάθεσή του. Ο γκρίζος ουρανός πάντα του προκαλούσε κατάθλιψη. Έκρυψε το πρόσωπό του στην ασφαλή αγκαλιά της κουκούλας του και συνέχισε να περπατάει.

 Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και έψαξε για κανένα ψιλό. Βρήκε μόνο χνούδια. Η κυβέρνηση. Ναι, η κυβέρνηση έφταιγε. Το σύστημα, μάλλον. Το σύστημα τον κατάπιε και δεν του έδωσε τίποτα ως αντάλλαγμα.
 Πως θα έβρισκε τώρα αυτό που ήθελε;

 Βρήκε μία παρέα αγοριών, γύρω στην εφηβεία, που άραζε στην πλατεία. Στην πλατεία του. Κοίταξε τριγύρω, μπάτσοι δεν υπήρχαν. Τους πλησίασε.

 Το πρόσωπο του άλλαξε έκφραση. Οι κινήσεις του απέκτησαν μεγάλη νευρικότητα, ενώ μια μίξη λέξεων και σάλιων ξεπετάγονταν σαν σφαίρες από το στόμα του. Ξεστόμιζε απειλές, βρισίδια. Δεν ήταν ο εαυτός του. Έμοιαζε με δαίμονα.  Έπιασε ένα αγόρι από τον σβέρκο. Ο μικρός ένιωσε τα μακριά, κιτρινισμένα νύχια του διαβόλου να βιάζουν το πετσί του. Τον πέταξε απότομα προς το μέρος των φίλων του, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να κατουρηθούν πάνω τους. Έπειτα από αυτό το ντελίριο, έβγαλε μία σύριγγα από την τσέπη του μπουφάν του και την κούνησε απειλητικά προς το μέρος τους. Τα παιδιά του έδωσαν τα λεφτά τους και έφυγαν τρέχοντας.

 Κοίταξε τα χρήματα. Τα έσφιξε γερά στην παλάμη του. Ήταν αρκετά.

 Ένιωθε απαίσια. Ήθελε να κλάψει, αλλά δεν είχε χρόνο. Η πρέζα. Ναι, η πρέζα έφταιγε. Χωρίς αυτήν δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα. Έμπλεξε. Έπαιξε με την φωτιά και η φωτιά τον κέρασε εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ο δράκος τον είχε νικήσει στον αγώνα τους, και το έπαθλο ήταν η ψυχή του. Παρόλα αυτά έπρεπε να κυνηγήσει για άλλη μια φορά την σκόνη, οπότε έφυγε για να βρει τον άνθρωπό του.

 Η φάση κύλησε ρολόι. Πήρε αυτό που ήθελε και ο τυπάκος τον προσκάλεσε σπίτι του, να πιούνε μαζί. Δέχτηκε. Η διαδικασία γνωστή, κουταλάκια, σύριγγες, μαλακίες. Το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν  το κλάσμα του δευτερολέπτου στο οποίο ένιωσε για ακόμη μία φορά το υγρό να εισβάλλει στις φλέβες του, να νοθεύει το πορφυρό αίμα του, να πλημμυρίζει το νευρικό του σύστημα και να εμβολίζει την καρδιά του με κτύπους ηδονής, ευφορίας, ζωής.
 Ήταν ξανά ζωντανός!
Κατάφερε ξανά να ξεφύγει από την μόνιμη νεκρική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ανθρώπινο είδος. Η αλήθεια είναι πως είμαστε όλοι πεθαμένοι, και η πραγματικότητα είναι ο επιθανάτιος ρόγχος μας. Οι άνθρωποι έχουν καταντήσει ζωντανοί-νεκροί, με γραβάτες και πιστωτικές κάρτες, και αυτό το ήξερε καλά.

 Η κοινωνία. Ναι, η κοινωνία φταίει.  Τοποθετεί τους ανθρώπους σε εργοστασιακούς κυλιόμενους διαδρόμους, με ταμπέλες και σειριακούς αριθμούς στα πίσω μέρη των εγκεφάλων τους. Καταστρέφει κάθε απόπειρα μοναδικότητας και σκέψης έξω από τα καθορισμένα κουτιά. Αυτός είχε ξεφύγει.

 Τώρα πέρασε στο επόμενο συνηθισμένο στάδιο, όπου ένιωθε την ευφορία να τον εγκαταλείπει, και ξεκίνησε τις υποσχέσεις στον εαυτό του πως τελείωσε με τα ναρκωτικά. Ήξερε πως ήταν ψέματα. Είχε αρπαχτεί από κάτι το οποίο τον βοηθούσε να δραπετεύει, να ξεχνάει, να τον ξεχνάνε, από κάτι σταθερό, κάτι στο οποίο μπορούσε να βασιστεί, κάτι το οποίο δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ. Οι άνθρωποι το κάνουν συνέχεια, με οποιαδήποτε φανατική ασχολία, όπως οι ταινίες, το τάβλι, το σεξ. Όμως το δικό του «κάτι» αναβαθμίστηκε σε αυτοσκοπό της ύπαρξής του. Η πρέζα ήταν πλέον η οικογένεια του. Και αυτό δεν του άρεσε. Χαμογέλασε πικρά και άναψε τσιγάρο.

 Ήξερε πως θα κατέληγε.
Και γι’αυτό δεν έφταιγε ο καιρός, η κυβέρνηση, η πρέζα ή η κοινωνία.
Έφταιγε μόνο ο εαυτός του.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Το γνωμικό της ημέρας - 001



Οι μεγάλοι είναι μεγάλοι μόνο επειδή εμείς είμαστε γονατιστοί.
~Pierre-Joseph Proudhon

Η Παρακμή


 

 Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μια καλή ιταλική τσόντα. Τα συστατικά για ένα όμορφο μοναχικό βράδυ, συμπυκνωμένα σε μία πρόταση. Ο ρομαντισμός κι η προστυχιά, η αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, βρίσκονταν εκείνη την νύχτα στο διαμέρισμά μου.

 Συντροφιά μου, όπως είπα, το μπουκάλι, το οποίο άνοιξα απρόσεκτα, με τα κλασικά κομμάτια φελλού να πέφτουν μέσα στο κρασί. Έπειτα, έβαλα τον δίσκο στο γκρίζο μηχάνημα και το θέαμα ξεκίνησε. Αλκοόλ και απρόσωπο σεξ, η γλυκιά παρακμή της κοινωνίας. Την αγκάλιασα, όπως πάντα.

 Πολλοί πιστεύουν πως οι τσόντες είναι ένα απλό υλικό αυνανισμού, άλλο ένα ερωτικό βοήθημα. Διάολε, ακόμα και οι τσοντοπαραγωγοί τις αντιμετωπίζουν έτσι. Εγώ όμως, τις βλέπω αλλιώς. Διακρίνω μέσα τους μία διεστραμμένη καλλιτεχνικότητα, καθώς περιέχουν όλη την ωμότητα και την βρωμιά της κοινωνίας μας, χωρίς κανένα περιτύλιγμα πολιτισμού. Δεν είναι αισθησιακές ταινίες, είναι κοινωνικές ταινίες.

 Ο ήχος του τηλεφώνου ξεχώρισε ανάμεσα στα βογγητά. Απάντησα, χωρίς να διακόψω την ταινία.

 «Ναι.», είπα αδιάφορα.

«Έλα ρε μαλάκα!», είπε με ενθουσιασμό η Φωνή.

 Έπειτα, η Φωνή μου εξήγησε πως είναι ο Δημήτρης και πως θα ήθελε να πιούμε ένα ποτό μαζί. Φαινόταν καλή ιδέα, κι έτσι του είπα πως θα τον συναντούσα σε ένα μισάωρο στο μπαρ.

 Έβαλα το μαύρο παντελόνι μου, τα μαύρα παπούτσια μου και το μαύρο μπουφάν μου. Βγήκα έξω σαν κρητικός σε πένθος, κι ανακάλυψα πως έβρεχε. Μου αρέσει η βροχή. Έβαλα την κουκούλα μου, άναψα ένα φτηνό τσιγάρο και άρχισα το περπάτημα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Στα σοκάκια, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση της παρακμής, αυτή η αίσθηση που ήθελα τόσο απελπισμένα να γευτώ, να αγκαλιάσω.

 Έφτασα στο μπαρ. Μπήκα μέσα. Όπως πάντα, αυτό το μέρος έζεχνε καπνό. Όπως πάντα, ένιωθα σαν στο σπίτι μου.

 Ο Δημήτρης καθόταν στην μπάρα. Τον ξεχώρισα αμέσως από τους άλλους, λόγω της εμφάνισης του. Είναι σχετικά ψηλός και εύσωμος, ενώ τα μάτια του μοιάζουν με μαύρα κουμπιά. Κάθισα δίπλα του.

 «Έλα.», είπα.

«Έλα.»

«Τι νέα;»
«Τίποτα.», απάντησε βαριεστημένα. «Εσύ;»
«Τίποτα.»

 Η συζήτηση μας ξεχείλιζε ενδιαφέρον. Κοίταξα την σερβιτόρα, και της παρήγγειλα ένα ουίσκι. Το ίδιο έκανε κι ο Δημήτρης. Αυτό το παιδί ήξερε να πίνει. Ρούφηξα το ποτό μου, κι αποφάσισα να ξεκινήσω μια συζήτηση.

 «Ξέρεις, είδα μία ωραία τσόντα σήμερα.»

«Ναι;», είπε, και τα μάτια του άστραψαν.

«Ναι. Ιταλική. Πρώτο πράγμα.»

«Λεσβιακή ή ετεροφυλοφιλική;»
«Κλασικά πράματα, άντρας με γυναίκα. Με καλόγρια, για την ακρίβεια.»

«Σώπα!»

 Η συζήτηση δεν κυλούσε. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Κοίταξα γύρω μου, και είδα μια κοκκινομάλλα να κάθεται μόνη της σε ένα τραπέζι. Φαινόταν μικρή, γύρω στα 20, και είχε κάτι το πρόστυχο πάνω της. Μάλλον το βλέμμα της. Φόραγε μία μαύρη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ, και ένα μίνι σορτσάκι που τόνιζε τα καλοσχηματισμένα πόδια της. Μου άρεσε πολύ.

«Δημήτρη, κοίτα δεξιά! Την κοκκινομάλλα. Όχι την χοντρή ρε μαλάκα, την άλλη!»
«Α, ναι. Καλό καυλάκι.»

«Λες να βάλουμε μπροστά το κόλπο;»

Κάρφωσε με το βλέμμα του το ποτό του και άρχισε να σκέφτεται.

«Χμ… Α, δεν πάει στον διάολο; Γιατί όχι;» ανακοίνωσε με αποφασιστικότητα και σηκώθηκε όρθιος.

 Το κόλπο, βλέπετε, είναι μία τακτική που εφαρμόζαμε συχνά με τον Δημήτρη. Όταν κάποιος από μας ήθελε μία γυναίκα, ο άλλος πήγαινε και της την έπεφτε με τον πιο αισχρό τρόπο. Έπειτα, ο πρώτος εμφανιζόταν και απάλλασσε την όμορφη δεσποσύνη από τον εξαθλιωμένο μεθύστακα και γινόταν ο ήρωας της υπόθεσης. Παίζαμε κι οι δύο πολύ καλά τον ρόλο του έκφυλου μπεκρούλιακα, κυρίως επειδή ήμασταν δύο έκφυλοι μπεκρούλιακες.

 Ο Δημήτρης πλησίασε την κοπέλα, κάθισε δίπλα της και συστήθηκε. Παράγγειλα άλλο ένα σκέτο ουίσκι, και μόλις έφτασε το ήπια μονορούφι. Παρατήρησα πως ο Δημήτρης χασκογελούσε αυτάρεσκα, κι η κοπέλα φαινόταν αμήχανη και ενοχλημένη. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, έτσι πήρα ένα ακόμη ουίσκι. Αφού το τελείωσα, πήγα προς το μέρος τους για να αρχίσει η αληθινή παράσταση…

 Μόλις με είδε, ο Δημήτρης έβαλε μπρος όλη την διεστραμμένη μεγαλοφυΐα του.


«Λοιπόν, ας μπούμε στο ψητό. Πάμε στην τουαλέτα;», της είπε με μία επιτηδευμένα αηδιαστική χροιά στην φωνή του.

«Τι.. τι να κάνουμε εκεί;»

«Να μου πάρεις μία πίπα.», απάντησε ψυχρά. Σηκώθηκε όρθιος.

«Τι;!»

«Αυτό που άκουσες! ΠΑΡΕ ΜΟΥ ΜΙΑ ΠΙΠΑ!», ούρλιαξε τραβώντας την από το μανίκι.

Αυτό ήταν το σινιάλο για την είσοδό μου. Πλησίασα πιο κοντά στο τραπέζι τους, έπιασα από τον Δημήτρη από τον λαιμό και φώναξα άγρια:
«Απομακρύνσου από την κοπέλα αλλιώς θα σου σπάσω τον λαιμό, μπάσταρδε!»

«Καλά, συγγνώμη φίλε… Μην εξάπτεσαι…»

 Ο Δημήτρης έφυγε με την ουρά κάτω απ’τα σκέλια. Γεννημένος ηθοποιός! Εγώ, από την άλλη, κάθισα δίπλα στην κοπέλα.

«Είσαι καλά;», ρώτησα, προσπαθώντας να προσποιηθώ ενδιαφέρον.

«Ναι. Ευχαριστώ πολύ, ήταν μεγάλος μαλάκας!», είπε κοκκινίζοντας.

 Έβγαλα ένα τσιγάρο απ’το πακέτο. Το χτύπησα πάνω στο τραπέζι για να κατέβει ο καπνός και ύστερα το άναψα. Ρουφηξιά, εισπνοή, εκπνοή. Γλυκιά ρουτίνα.

«Πώς σε λένε;», την ρώτησα.

«Λυδία.»

«Ωραίο όνομα.»

«Εσένα;»

«Γιάννη.»

«Επίσης όμορφο όνομα!»

«Σε παρακαλώ, μην με δουλεύεις. Τα τρία τέταρτα του ανδρικού πληθυσμού της Ελλάδας ονομάζονται Γιάννηδες.», της απάντησα με κυνισμό.

«Ω, συγγνώμη, δεν ήθελα να…»

«Ξέρω, ξέρω. Μην απολογείσαι.»

 Παράγγειλα ξανά ένα ουίσκι, και μόλις έφτασε το κατέβασα αμέσως. Το τέταρτο της βραδιάς.

«Μίλα μου για σένα, Λυδία.»

 Τα ουίσκια άρχισαν να επιδρούν, καθώς χρειάστηκαν δύο προσπάθειες για να πω το όνομά της. Εκείνη άρχισε να μιλάει. Και έπειτα συνέχισε. Και συνέχισε. Και δεν σταματούσε. Θεέ μου, πόση ώρα μιλάει;! Δεν παίρνει ανάσες αυτή η κοπέλα; Πλέον τα λόγια της μοιάζουν με ενοχλητικό θόρυβο.

Και τότε, έκανα το μεγαλύτερο λάθος της βραδιάς.

Πήρα το πέμπτο ουίσκι.

 Μόλις το ήπια, πλησίασα κοντά της. Μιλούσε ακατάπαυστα επί 15 λεπτά. Αποφάσισα να κάνω κάτι γι’αυτό. Την έπιασα από τους ώμους, και την φίλησα βίαια. Τα χείλια μου σφράγισαν τα δικά της, και την ανάγκασαν να κόψει την πάρλα. Εκείνη βέβαια, δεν περίμενε το φιλί, έτσι μου δάγκωσε την γλώσσα δύο φορές. Ελπίζω καταλάθος.

 Το φιλί πρέπει να διήρκησε πολύ ώρα, αν θυμάμαι καλά. Δυστυχώς, σε μία φάση άρχισα να ζαλίζομαι, αλλά δεν την σταμάτησα επειδή φοβόμουν πως θα συνεχίσει τον μονόλογο. Έτσι, έγινε το μοιραίο.

 Ξέρασα μέσα στο στόμα της.

 Ούρλιαξε από αηδία και έμεινα να κοιτάει την μπλούζα της, το σορτσάκι της και τα υπέροχα πόδια της, γεμάτα ξερατά που βρωμούσαν χειρότερα από σκατά. Ύστερα άρχισε να με βρίζει. Σύμφωνα με τα λόγια της, ήμουν αηδιαστικός, απαίσιος, αισχρός, σιχαμερός! Δεν είχε κι άδικο. Σηκώθηκα, ενώ εκείνη ακόμη με έλουζε βρισιές, και πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ. Αφού βγήκα, πήρα το μπουφάν μου και τα τσιγάρα μου, σκούντηξα τον Δημήτρη, πληρώσαμε και φύγαμε.  Δεν χαιρέτησα την Λυδία. Δεν την ξανασυνάντησα ποτέ.

 Όπως περπατούσαμε προς το σπίτι μου, ο Δημήτρης μίλαγε για το περιστατικό. Δεν τον άκουγα. Σκεφτόμουν το μεθύσι, τα τσιγάρα, τον αλκοολισμό, τον καρκίνο, τις γυναίκες, την άρρωστη μητέρα μου και τον θάνατο.

Ύστερα, άναψα άλλο ένα τσιγάρο. Ρουφηξιά, εισπνοή, εκπνοή. Η ίδια γλυκιά, θανατηφόρα ρουτίνα.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Το χρονικό μιας χαμένης ψυχής


 
 Ο Βαγγέλης ήξερε τι ήθελε. Και ήξερε πώς να το πάρει. Απλώς πλησίαζε την κοπελίτσα, έλεγε ένα αστειάκι για να σπάσει τον πάγο, ανέφερε το επάγγελμά του και ύστερα την πήγαινε στο ρετιρέ του για ένα πρώτης τάξεως ξέσκισμα. Και μετά τέλος. Την έστελνε σπιτάκι της, με τα παπούτσια στο χέρι και το σπέρμα να κατρακυλάει στα μπούτια της. Απλά πράγματα.

 Οι γυναίκες, κατά τον Βαγγέλη, ήταν σαν τις μπριζόλες.  Όχι, δεν γαμούσε μπριζόλες, αλλά τις έψηνε, τις έτρωγε, και αφού είχε γλύψει το μεδούλι τις πέταγε στα σκουπίδια. Έτσι έκανε και με τις γυναίκες, τις οποίες έριχνε με χαρακτηριστική ευκολία. Τα λεφτά του βοηθούσαν. Το διαμέρισμα του βοηθούσε. Το αμάξι του βοηθούσε. Διάολε, αυτό το τζιπ ήταν σωστός μουνομαγνήτης! Ναι, ήταν πλούσιος. Ο Βαγγέλης ήταν πιο πλούσιος από όσο θα ‘πρεπε. 

 Όπως έκανε σχεδόν κάθε νύχτα, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για ένα από τα πολλά μπαρ που σύχναζε. Έβρεχε, κι έτσι δυσκολευόταν να δει τον δρόμο. Όμως, βασίστηκε ως συνήθως στο ένστικτο του, το οποίο ποτέ δεν τον προσέδιδε. Ο Βαγγέλης ήταν ένα πλάσμα της συνήθειας. Σπανίως ξέφευγε από το γνώριμο, όσο περιπετειώδης κι αν ήθελε να το παίξει στα μουνάκια, κι όποτε το επιχειρούσε ήταν απλώς μία πράξη εντυπωσιασμού, κάτι το οποίο επίσης συνήθιζε. Ναι, ο Βαγγέλης ήταν όλο φιγούρα, μόστρα, κολόνια και αυτοπεποίθηση.  

 Μπήκε στο μπαρ και κοντοστάθηκε για λίγο. Έπειτα χαμογέλασε λες και έβλεπε κάποιο αόρατο μουνί να ξανοίγεται μπροστά του, έβγαλε το παλτό του και κάθισε σε ένα σκαμπό δίπλα στην μπάρα. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με σόδα και έκανε μία γύρα με τα μάτια του, διακριτικά, όλο το μαγαζί. Επικεντρώθηκε στις κοπέλες. Ψηλές, κοντές, χοντρές, λεπτές, όμορφες, άσχημες, μεγάλα βυζιά, μικρά βυζιά, στητοί κώλοι, σάπιοι κώλοι, μικρά μάτια, ορθάνοιχτα μάτια, λερωμένη μάσκαρα, λυπημένο πρόσωπο, χαρτομάντηλα στο τραπέζι, φαινομενικά ευάλωτη.

 Στόχος ελήφθη.

 Πήρε το ποτό του και κάθισε δίπλα της. Είχε ωραίο στήθος, γλυκό πρόσωπο και φαινόταν πληγωμένη. Ό,τι καλύτερο μπορούσε να ζητήσει πέρα από θεραπεία για τον έρπη.

 «Γειά σου.» της είπε, χαμογελώντας. Η φωνή του ήταν βαριά και ακουγόταν σαν να είχε καταπιεί σπασμένο γυαλί.

 «Γειά….» απάντησε εκείνη, χωρίς να χαμογελάσει.

 «Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Ιώλη.»

«Ιώλη… Όμορφο, σπάνιο όνομα.»

«Ευχαριστώ.», απάντησε και της ξέφυγε ένα μικρό χαμόγελο.

«Εμένα με λένε Βαγγέλη. Γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένη;»

 Η συζήτηση είχε φτάσει στο σημείο όπου εκείνος προσποιούταν ενδιαφέρον, κι εκείνη του έλεγε τα προβλήματά της. Του είπε για τον γκόμενο της που την είχε παρατήσει, για το αφεντικό της που την καταπίεζε και για την μητέρα της που της φερόταν σαν να ήταν έφηβη ακόμα.

 Τίποτα από όλα αυτά δεν τον ένοιαζε. Ενώ εκείνη μιλούσε, εκείνος παρατηρούσε τους θαμώνες του μπαρ με την άκρη του ματιού του. Υπήρχε καλό πράγμα. Νέα, ζουμερά μουνιά. Η καλύτερη από όλες ήταν μία κοκκινομάλλα, η οποία καθόταν με έναν τυπάκο που έπινε συνέχεια. Φαινόταν φτωχομπινές. Η κοκκινομάλλα μιλούσε ακατάπαυστα και ο τύπος έπινε με ρυθμό πυροβόλου. Έμοιαζε λες και έκαναν διαγωνισμό. Ο Βαγγέλης σύγκρινε νοητά τον εαυτό του με τον μπεκρή και αποφάνθηκε πως ήταν δέκα φορές καλύτερος από αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι. Αυτή η σκέψη τον καθησύχασε.

 «Να σου πω, ομορφούλα, θες να συνεχίσουμε την κουβέντα μας σπίτι μου;», ψιθύρισε στο αυτί της Ιώλης, ενώ τα δάχτυλα του χάιδεψαν απαλά το μάγουλό της.

 «Εντάξει…», είπε, και στην φωνή της διακρινόταν μία μικρή δόση δισταγμού, αγκαλιασμένη με μία θανατηφόρα αύξηση στο ηθικό της.

 Ο Βαγγέλης την έβαλε μέσα στο αμάξι του και την οδήγησε σπίτι του, όπως τα πουλιά κουβαλούν τα σκουλήκια στην φωλιά τους για να ταΐσουν τα μικρά, πεινασμένα πουλάκια τους. Όμως ο Βαγγέλης είχε μόνο ένα πεινασμένο πουλάκι. Και ήταν μεγάλο.

 Μέσα στο αυτοκίνητο, οι δυό τους παρέμεναν κυρίως σιωπηλοί, με μικρά διαλλείματα ψιλοκουβέντας για τον βροχερό καιρό. Ωστόσο, η σεξουαλική ένταση επικρατούσε στην ατμόσφαιρα. Τα παράθυρα θόλωναν, η βροχή έπεφτε με περισσότερη οργή και η βροντή των κεραυνών ήταν η ηχητική κάλυψη της διαδρομής.

 Έπειτα από λίγο έφτασαν στο σπίτι του και ο Βαγγέλης πάρκαρε, ώστε να ξεδιπλωθεί η τελευταία πράξη του έργου. Είπε στην Ιώλη να προχωρήσει μπροστά, ενώ εκείνος έψαχνε τα κλειδιά του σπιτιού. Εκείνη τον άκουσε, προχώρησε και κοντοστάθηκε μπροστά από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Μία θλιβερή λάμπα φώτιζε την είσοδο, ενώ το σκοτάδι καταβρόχθιζε τον υπόλοιπο χώρο. Άκουσε τον ήχο ενός μηνύματος στο κινητό της. Το άνοιξε και ενώ το διάβαζε, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Έκανε λάθος. Την ήθελε πίσω. Την αγαπούσε! 

 Έκανε μία στροφή για να γυρίσει πίσω, όμως κάτι της έκοψε την φόρα. Ένα γυαλιστερό μαχαίρι την αντίκριζε κατάματα. Τα πάντα έμοιαζαν να κινούνται σε αργή κίνηση, κι εκείνη ήθελε να ουρλιάξει, να κλάψει, να τον ρωτήσει «γιατί;» ενώ η λεπίδα καρφωνόταν βίαια στον λαιμό της. Το αίμα την έπνιγε. Πεταγόταν σαν πίδακας, και το ζεστό άγγιγμά του αγκάλιαζε τα πάντα τριγύρω. Οποιαδήποτε κραυγή προσπαθούσε να βγάλει κατέληγε σε μία κόκκινη κόλαση, καθώς το αίμα πεταγόταν ακόμα πιο βίαια και γέμιζε τα πνευμόνια της. Τα πάντα γύριζαν, εκείνη, ο Βαγγέλης, το μαχαίρι, η λάμπα. Μονάχα η γη έμοιαζε να είχε μείνει ακίνητη και να θρηνεί για την τύχη της φτωχής Ιώλης, ενώ εκείνη τελικά αποδέχθηκε την μοίρα της και αφέθηκε στην εξώπορτα του θανάτου.


  Ο Βαγγέλης παρακολουθούσε τις τελευταίες αναπνοές της. Έμοιαζε τόσο ήρεμη. Εκείνος ένιωσε πρωτόγνωρα. Ήταν η πρώτη του φορά. Το έκανε ενστικτωδώς. Ένιωθε παντοδύναμος, λες και είχε ανέβει επίπεδο και δεν άνηκε πια στην ανθρωπότητα, αλλά η ανθρωπότητα άνηκε σε εκείνον. Την παρακολουθούσε βλοσυρός, ενώ αναπαυόταν σε έναν θρόνο από χρυσά σύννεφα. Ένιωθε πως μπορούσε να σκοτώσει αγγέλους. Ένιωθε πως στις φλέβες του δεν έρρεε αίμα, αλλά κάτι ανώτερο. Ίσως νέκταρ και αμβροσία. Δεν ένιωθε άνθρωπος. Ένιωθε θεός!

 Έβγαλε αργά το μαχαίρι από τον λαιμό της, και το έφερε στο ύψος των ματιών του. Παρακολούθησε το αίμα να στάζει στην γη, σαν να την ποτίζει. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του, έβγαλε την γλώσσα του έξω και με την άκρη της, έγλυψε την λάμα του μαχαιριού. Κοίταξε ξανά το πτώμα. Φαινόταν πολύ ειρηνική. Εντελώς ήρεμη.

 Σχεδόν χαρούμενη.

 Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μία βαθιά ανάσα και έμπηξε το μαχαίρι μέσα στην καρδιά του.

 Σωριάστηκε αμέσως στο πάτωμα, ο πόνος ήταν ανυπόφορος, αλλά αναγκαίος και περίπου όμορφος. Ενώ ψυχορραγούσε,  πέρασαν πολλές σκέψεις από το μυαλό του. Λίγο προτού πεθάνει έκανε έναν απολογισμό της βραδιάς, όπως έκανε κάθε βράδυ προτού πέσει για ύπνο.

 Σκέφτηκε την κοκκινομάλλα στο μπαρ και τον κακόμοιρο γκόμενο της.

 Ναι, ήταν σίγουρα δέκα φορές καλύτερος από αυτόν τον τύπο.