Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Η Αφροδίτη


 Τα βράδια που με βρίσκουν να πίνω ουίσκι στην σκοτεινιά του δωματίου μου, παρέα με τις γκρίζες τρίχες και τις τύψεις μου, είναι τα ίδια βράδια που βρίσκω τον εαυτό μου να αναπολεί. Ξεψαχνίζει τις αναμνήσεις, και κάπου εκεί, ξεθάβει την εικόνα της Αφροδίτης.

 Το αλκοόλ δεν κατάφερε να σβήσει την μνήμη της πρώτης γνωριμίας μας.  Θυμάμαι, πρέπει να ήμουν περίπου δεκατεσσάρων χρονών, μέσα στην ορμή της εφηβείας, όταν την γνώρισα. Θυμάμαι. Ήμασταν συνομήλικοι. Η εμφάνισή της ήταν κάτι παραπάνω από όμορφη, όμως αυτό δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία μας. Καθόμασταν σε μία καφετέρια. Τριγύρω μας κοινοί γνωστοί, μιλούσαν για διάφορα θέματα, κάπου-κάπου συμμετείχαμε, όμως μεταξύ μας κυριαρχούσε σιωπή.  Είχα αγοράσει καινούργια παπούτσια, την θυμάμαι να ψάχνει  αδιάκριτα την σακούλα που μου είχαν δώσει από το μαγαζί, γεμάτη ενέργεια και αυθάδεια. Γεμάτη πάθος. Γεμάτη ζωή.

 Είχαμε ανταλλάξει ονόματα και αριθμούς, όμως παραμέναμε ξένοι. Τότε είχε ακόμα διαφορετικό στυλ, πιο κυριλέ, φαινόταν πως προσπαθούσε. Όμως κάτι μου είχε κάνει εντύπωση. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν, ούτε τώρα μπορώ, και φαντάζομαι πως δεν είναι ένα απλό κενό μνήμης. Η Αφροδίτη είχε μία θολή γοητεία.

 Πολλές φορές είχαμε κάτσει μαζί, είχαμε μιλήσει, είχαμε γελάσει. Θυμάμαι το χαμόγελο της. Πάντα τόσο προσγειωμένο, τόσο ανθρώπινο. Μα πάντα φαινόταν σαν να προσπαθούσε κάτι να κρύψει.

 Με το πέρασμα του χρόνου, μιλούσαμε όλο και περισσότερο και η παρέα μας είχε δέσει. Τα καλοκαίρια πίναμε τσιγάρα στις παραλίες, ενώ συζητούσαμε για τις σχέσεις, την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και την ζωή. Ήξερε να εκφράζεται, μπορούσε να μεταδώσει το μήνυμα που ήθελε χωρίς να σε κουράζει.

Λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα. Ακόμα και τώρα, με τις αλυσίδες του χρόνου να με βαραίνουν και να παριστάνουν τις «εμπειρίες», δεν μπορώ να πω πως έχω γνωρίσει άτομα με παρόμοια μεταδοτικότητα.  Φυσικά, τα τελευταία χρόνια οι καινούριες μου γνωριμίες έχουν ελαχιστοποιηθεί, γεγονός χαροποιητικό. Τέλος πάντων, πίσω στην Αφροδίτη.

 Λοιπόν, αυτή η κοπέλα είχε μία διαφορετική «αύρα», αν θέλετε. Δεν σκεφτόμουν να την πηδήξω. Δεν προσπαθούσα να την εντυπωσιάσω. Ήμουν συνεχώς ο εαυτός μου, κι εκείνη το ίδιο. Απλώς παρακολουθούσα την μοίρα να υφαίνει τον ιστό της και την Αφροδίτη να περιστρέφεται γύρω από αλκοολικούς γκόμενους, καθησυχαστικά ναρκωτικά και κακές επιλογές. Διαρκώς αναρωτιόμουν πότε θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε. Διότι μέσα στα ξενύχτια, στα γλέντια, στους χορούς, στα τσιγάρα, στα ξύδια, στις σκόνες και στα βιβλία, η Αφροδίτη έψαχνε ένα πράγμα. Την εσωτερική ειρήνη.

  Ώρες-ώρες ένιωθα πως ήμουν ο μοναδικός που μπορούσε να την κατανοήσει, και τότε με πλημμύριζαν ενοχές για την παθητική μου στάση. Όμως, ήξερα πως η Αφροδίτη δεν θα δεχόταν ποτέ βοήθεια, ποτέ ελεημοσύνη. Πάντα στεκόταν στα πόδια της και δεν χρειαζόταν κανένα. Ανεξάρτητη, δυνατή, αδιάφορη προς όλες τις πουστιές που της έπαιζε το σύμπαν.

 Ήμασταν καλοί φίλοι μέχρι τα είκοσι μας χρόνια. Δυστυχώς, λίγο οι σχολές μας, λίγο ο ζηλιάρης γκόμενος της, λίγο και η μαλακία που με έδερνε εκείνη την περίοδο, καταλήξαμε να κόψουμε επαφή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, αυθόρμητα, όπως αποφασίζει κάποιος να ανάψει τσιγάρο ή να παραγγείλει άλλο ένα ποτό. Που και που, κάποιο μήνυμα μου θύμιζε την ύπαρξή της, όμως ποτέ δεν κανονίσαμε να «αράξουμε» ξανά, όπως παλιά. Το ρήγμα φάνταζε μοιραίο.

 Τελικά όμως, την είδα για μία ακόμη φορά.

 Υποθέτω πως την πήρε τηλέφωνο κάποιος συγγενής ή φίλος. Ίσως κάποιος που να ήξερε πόσο πολύ θα είχα ανάγκη να την δω εκείνη την στιγμή. Δεν είμαι σίγουρος… Οι λεπτομέρειες μου διαφεύγουν. Η μνήμη μου είναι θολή, όμως θυμάμαι τα αίματα, θυμάμαι το μούδιασμα της νάρκωσης, θυμάμαι τον πόνο. Η εικόνα του φορτηγού να έρχεται με ανεξέλεγκτη μανία καταπάνω στο αυτοκίνητό μου είχε αποτυπωθεί στα μάτια του νου μου, όση ώρα ήμουν αποβλακωμένος.

 Θυμάμαι την Αφροδίτη να κλαίει πλάι μου στο κρεβάτι. Την θυμάμαι να ξεσπάει σε λυγμούς όταν ο γιατρός με ενημέρωσε πως δεν θα μπορούσα να περπατήσω ξανά.  Δεν την είχα δει ξανά έτσι.

 Εγώ δεν μπορούσα να κλάψω. Ύστερα από εκείνη την μέρα, πότε μου δεν επέτρεψα σε κάποιο γαμημένο δάκρυ να κυλήσει άδικα.

 Τις μέρες που πέρασαν έπειτα από την παραμονή μου στο νοσοκομείο, ερχόταν συνέχεια να με επισκεφτεί. Όμως εγώ, μέσα στην μεθυσμένη πίκρα μου, την έδιωξα με τα σκληρά μου λόγια, κατά την διάρκεια της -τελευταίας- επίσκεψής της. Έλεγα πως δεν χρειαζόμουν την βοήθεια κανενός, ούτε τον οίκτο της. Χωρίς την θέληση μου, μεταμορφώθηκα σε μία ακραία, θλιβερή, σακάτικη εκδοχή της Αφροδίτης. Δεν ήθελα ανθρώπινη συντροφιά. Δεν ήθελα κάτι που μου θύμιζε τι είχα, και τι έχασα. Έτσι, δεν απαντούσα στα τηλέφωνά της, δεν της έστελνα μηνύματα και όταν τελικά κατέφυγε στην ύστατη λύση και χτύπαγε με απελπισία το κουδούνι μου, δεν της άνοιξα ποτέ.

 Τα χρόνια πέρασαν, η πίκρα και η μοναξιά έγιναν τρόπος ζωής. Τα τηλέφωνα σταμάτησαν, μαζί με οποιοδήποτε σημάδι ενδιαφέροντος.  Έτσι έλεγε άλλωστε και το τελευταίο μήνυμα στον τηλεφωνητή, με τρεμάμενη φωνή:

«Δεν αντέχω άλλο ρε Γιάννη. Δεν μπορώ άλλο αυτή την κατάσταση… Τρελαίνομαι, με καταλαβαίνεις; Άσε με να σε βοηθήσω! Δεν μπορώ, δεν μπορώ… Το ξέρεις πως σ’αγαπάω. Ό,τι κι αν θες να μου πεις, απλά πες το μου… Θα είμαι πάντα εδώ για σένα, αρκεί απλώς να μου το πεις, απλώς να πάρεις ένα γαμημένο τηλέφωνο! Δεν αντέχω…»

Δεν την πήρα ποτέ.

Κάθε μέρα που περνάει σκέφτομαι να επανορθώσω. Όμως γνωρίζω πως πλέον είναι αργά.

Τα βράδια που με βρίσκουν να πίνω ουίσκι παρέα με την ψευδό-περηφάνια μου και το άψυχο, ψυχρό καροτσάκι μου, είναι τα ίδια βράδια που βρίσκω τον εαυτό μου να μετανιώνει. Κλειδώνει τις αναμνήσεις και κάπως έτσι, με ένα πλάκωμα στο στήθος, αποχαιρετά την Αφροδίτη.

 

2 σχόλια: