Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Η Βίβλος της Αθεϊας μου


Δε θα σου πω ν'αφήσεις όλα σου τα υπάρχοντα, να ζήσεις ταπεινή ιστορική φιγούρα φαντασίας πριν από δυο χιλιάδες χρόνια…
Δε θα σου πω να ζήσουμε με τα λιγότερα δυνατά μέσα, στη ζούγκλα της επιβίωσης, δύσκολα βρίσκεις φάρμακο στη φτώχεια, και δεν έχω εμπειρία.
Ζήσε καλά, όσο μπορείς καλύτερα. Αν όμως θέσουμε τα όρια μές στα οποία κάποιος έζησε μια καλή ζωή, σίγουρα μέσα θα παγιδεύσουμε κάποια κοινά συστατικά. 
Μη ξεχνάς την πανανθρώπινη καθολική σου ιδιότητα, ταυτότητα και καθήκον. Στο χώμα τα σκουλήκια δε θα σεβαστούν το σάπιο πλέον σώμα σου, και αυτός που κάποτε ήσουνα θα ξεχαστεί, και σα θεός θα ζεις στις αναμνήσεις των ανθρώπων, άυλος και δίχως περίβλημα. Μονάχα η ιστορία, αν υπάρξει, θα σου δώσει τη συγχώρεση. Μόνο αυτοί που ωφέλησες, θα είναι οι πιστοί σου, ναός δε θα'ναι ούτε ο τάφος σου. 
Πράξε πρακτικά. Βοήθησε μέχρι την έσχατη στιγμή. Τα κάλη σου, τα όμορφά σου μάτια, δεν θ'αντέξουνε στο χρόνο. Μόνο οι πράξεις θα σου δείξουν τον δρόμο της ειρήνης. 
Μη πιστέψεις ποτέ στον θεό των άλλων, οποιονδήποτε, μαύρη , άσπρη φορεσιά ποτέ σου μη φορέσεις, σε σπίτι που μόνο τους γνωστούς του βοηθάει ποτέ μη προσκηνύσεις.
Λάτρεψε τα μέσα σου και ότι γύρω σου πιστέψεις ότι αξίζει. Μέχρι το τέλος μη φοβηθείς, αναγνώρισε την αφέλεια των πιστών, και αγγάλιασέ τους όσο μπορείς, γιατί τούτοι είναι που χρειάζονται τη προστασία, μπροστά στις πύλες του σύμπαντος.
Κοίταξε κατάματα τη γυάλα και το δάπεδο, τη φύση που σου'δωσε τις τόσες ευκαιρίες και νοιώσε την αιώνια σοφία να διαπερνά το σώμα σου, και ανάλογο σεβασμό επίστρεψέ της.
Μην αδράξεις κάθε μέρα, μη ζήσεις στη στιγμή, σαν κάποιο αδαές παιδάκι.
Χάρισε στο παρελθόν και στο μέλλον σου τη σκέψη και τη διάνοια, μη μετανοιώσεις στιγμή απ'τη τόσο σύντομη ζωή σου, και λάθη να κάνεις κάθε μέρα. 
Χήμιξε με μίσος σαν αιμοβόρο κτήνος στη ζωή, κοιμήσου κάθε βράδυ περήφανος και με ήσυχη συνείδηση, πάλεψέ την , δάγκωσέ την, βάλε τη δικιά σου υπογραφή στο τεράστιο βιβλίο, με μεγάλα γενναία γράμματα.
Στό τέλος κοίτα τον θεό κατάματα και αρνήσου τον, αρνήσου τη παραίσθηση και  πέθανε νεκρός, τόσο όσο έζησες ζωντανός. Χωρίς φόβο, χωρίς θεό, με ανοιχτά τα μάτια σου στο σκότος.
Ουδείς θα σε σώσει, ουδείς θα σε λυτρώσει, πάντες θα προσπαθήσουν να σ'ελέγξουν.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Περί Βίας Ο Λόγος


 Ο Μαρξ είχε άδικο. Δεν είναι η θρησκεία το όπιο των λαών. Η βία είναι. Είναι το μητρικό μας γάλα, η μοναδική σταθερή αξία, το μοναδικό σταθερό εργαλείο που μας δίδαξαν ποτέ, σε έναν κόσμο όπου το «εργαλείο» και το «όπλο» είναι συνώνυμα.  Το αίμα του εχθρού μας στο πάτωμα μας κάνει να αισθανόμαστε το ίδιο καλά με το σπέρμα μας στα μπούτια της κοπέλας μας.

 Η πρώτη γροθιά κουμπώθηκε όμορφα. Κάπου μεταξύ κροτάφου και σαγονιού.  Ένιωσα το σώμα του να λυγίζει, να υποχωρεί, σχεδόν να αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας «ανώτερης» δύναμης. Ήταν τόσο απλό. Σχεδόν όσο τα μοναδικά λόγια που του είπα πριν ξεκινήσουμε:


«Έλα ‘δω ρε boy

 Κι εκείνος ήρθε. Φανερά αγχωμένος, παρ’όλα αυτά αποφασισμένος καθώς έβλεπε έξι κάγκουρες να τον πλησιάζουν απειλητικά. Δεν έφταιγα εγώ. Δεν ήθελα να παίξω πουστιά. Σε μία απελπισμένη του προσπάθεια να με τρομάξει, ενώ κανονίζαμε τόπο και χρόνο για το σκηνικό, είχε πει πως θα φέρει δέκα άτομα. Πήγαμε εκεί με την σκέψη πως θα ήμασταν λιγότεροι. Αλλά θα παίζαμε δυνατά. Νευριασμένοι. Καυλωμένοι.

 Στην πραγματικότητα, είχε άλλα δύο άτομα μαζί τους, σφιχταγκαλιασμένα με δύο γκόμενες. Μόλις μας είδαν, έτρεξαν όλοι. Εκτός από αυτόν. Στην τελική, του είχα πει πως θα τις παίζαμε μόνο ένας εναντίον ενός.

 Και τι έκανε για να τα αξίζει όλα αυτά; Ανέβασε status στο facebook:

 «ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ».

Φυσικά, ήταν μόνο η αφορμή για να τσακωθούμε. Δεν ήμουν φασίστας. Δεν θα τον χτυπούσα για τα πιστεύω του. Είχαμε προηγούμενα, για μία γκόμενα ως συνήθως. Δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ πάντως. Σαφώς και ήταν αρχίδι, αλλά κυρίως έψαχνα έναν τρόπο να εκτονωθώ.

 Η δεύτερη γροθιά τον βρήκε στο σαγόνι, όμως δεν ήταν ούτε τόσο δυνατή ούτε τόσο ακριβής όσο η πρώτη. Εκείνος προσπαθούσε όσο καλύτερα μπορούσε να με χτυπήσει, όμως δεν είχε ούτε τεχνική, ούτε δύναμη –κι ας μου έριχνε δεκαπέντε κιλά-, ούτε καρδιά. Μερικές άτσαλες μπουνιές με βρήκαν πίσω από τα αυτιά, χωρίς να νιώσω πόνο, λόγω της αδρεναλίνης. Κυρίως χτυπούσε αέρα. Συνέχιζα να αποφεύγω τα χτυπήματα του και να τον βαράω στο πρόσωπο.

 Εφόσον κατάλαβε πως δεν μπορούσε να νικήσει έτσι, με τράβηξε από την μπλούζα και προσπάθησε να με ρίξει κάτω. Δεν τα κατάφερε. Ως απάντηση του έσκισα εντελώς την φανέλα.

 Συνεχώς πήγαινε προς τα πίσω. Σε μία τραγελαφική στιγμή, του φώναξα θυμωμένος:
«ΕΛΑ ΕΔΩ ΡΕ ΜΟΥΝΙΙΙΙΙΙΙ!»

Έτρεξε προς το μέρος μου, και με όλο του το βάρος κατάφερε να με ρίξει κάτω.

 Η πλάτη μου έκανε ένα τρομακτικό κρότο όπως έσκασε στο χώμα, όμως και πάλι δεν ένιωσα πόνο.

 Όπως σηκώσαμε κι οι δύο τους κορμούς μας, με τα πόδια μας μπλεγμένα, ένα αναμμένο τσιγάρο προσγειώθηκε στην μάπα του. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα περίπου τι θα ακολουθούσε.

 Δύο από τους φίλους μου άρχισαν να τον κλωτσάνε μανιωδώς στην σπονδυλική στήλη.

 Τότε συνειδητοποίησα τι παιζόταν. Ξαφνικά οποιοδήποτε αίσθημα δικαιοσύνης προς υπεράσπισης της τιμής μου εξαφανίστηκε. Δεν ήμουν ένας τύπος ο οποίος δρούσε σε αυτοάμυνα, ούτε καν με είχε προκαλέσει πρώτος. Ήμουν άλλος ένας τραμπούκος κάγκουρας, από αυτούς που είχα σπαταλήσει χρόνια κοροϊδεύοντας. Κατάλαβα πόσο άνανδρο ήταν αυτό που συνέβαινε και φώναξα με τον κλασικό οργισμένο τόνο – ο οποίος τώρα μου προκαλεί γέλιο- προς τους φίλους μου:

«ΦΥΓΕΤΕ ΟΛΟΙ ΡΕ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΜΟΝΟΥΣ!»

 Τις φωνές μου διέκοψε ένα υστερικό θηλυκό ουρλιαχτό:

«ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ! ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ;! ΤΟΝ ΛΗΣΤΕΥΤΕΤΕ! ΕΧΕΤΕ ΜΑΧΑΙΡΙ! ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ ΡΕ!»

Μία παρέα με δύο γκόμενες και πέντε έτερους κάγκουρες παρεξήγησε τον αγνό ξυλοδαρμό για ληστεία. Λογικό τώρα που το σκέφτομαι, ο τυπάς κυλιόταν χωρίς μπλούζα στα χώματα με άλλον έναν, ενώ δύο άτομα τον κλωτσούσαν στην πλάτη.

Η γκόμενα τράβηξε τον έναν φίλο μου και άρχισε να του φωνάζει μες στα μούτρα:


«ΤΙ ΑΝΤΡΑΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΡΕ; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΣΟΥ; Κάθεσαι και τον χτυπάς πισώπλατα! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΣΟΥ;»

Είδα τον φίλο μου να τρελαίνεται και να της απαντάει:

«Θες να σου δείξω τα αρχίδια μου μωρή;!»

Εκείνη την στιγμή, ο περισσότερο κάγκουρας γκόμενος της κοπέλας τον έσπρωξε με τους ώμους του και άρχισε να τον βρίζει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του είπε. Θυμάμαι όμως ξεκάθαρα την λάμψη του μαχαιριού του, καθώς το έβγαλε από την τσέπη του και το έκρυψε αρκετά χουίτικα πίσω από την πλάτη του, κρατώντας το με τα δύο χέρια.

 Ήταν ώρα για σκέψη. Ο φίλος μου που βρισκόταν υπό την απειλή μαχαιριού ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών.

 «Διέταξα» τακτική υποχώρηση. Μία από τις πιο σωστές αποφάσεις που πήρα ποτέ μου. Όπως φεύγαμε, είδα τον τύπο που έδερνα να στέκεται θριαμβευτικά πίσω από τους καινούριους του φίλους, που από σπόντα τον ξελασπώσανε.

 Φύγαμε από τον λόφο του Θησείου και φτάσαμε στο Μοναστηράκι.

Κάπου εκεί, τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα συγγνώμη που χώθηκαν οι φίλοι μου. Δεν ήταν σωστό. Παρ’όλα αυτά, του εξήγησα πως και οι δύο ξέραμε πιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν όλα είχαν κυλήσει ομαλά. Το δέχτηκε. Πρέπει να παραδεχτώ πως είχε αρχίδια.

 Ο Μίλλερ είχε δίκιο. «Ό,τι χρειάζεται βία για να διατηρηθεί, είναι καταδικασμένο». Είτε αυτό είναι η τιμή μας, είτε είναι η φήμη μας, είτε είναι το πολιτικό μας σύστημα. Η βία είναι κάποτε δικαιολογημένη, αρκετές φορές απαραίτητη, αλλά ποτέ όμορφη. Και είθε ποτέ να μην ωραιοποιηθεί.

Και αυτό είναι ό,τι κοντινότερο σε ηθικό δίδαγμα θα διαβάσετε ποτέ από μένα, καριόληδες.